- οκτακοσαριά
- και οχτακοσαριά, ηφρ. «καμιά οκτακοσαριά» και «μία οκτακοσαριά» — περίπου οκτακόσιοι («μαζεύτηκαν καμιά οκτακοσαριά άνθρωποι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < οκτακόσια + κατάλ. -αριά (πρβλ. εξηντ-αριά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οχτακοσαριά — η βλ. οκτακοσαριά … Dictionary of Greek